- θωρακοπώλης
- θωρακοπώλης, ὁ (Α)(στην Ειρ. τού Αριστοφ. ως πρόσ. τού δράματος) ο πωλητής θωράκων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + -πώλης (< πωλώ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωρακοπώλης — θωρᾱκοπώλης , θωρακοπώλης dealer in breastplates masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek